σπιτικός — ή, ό σπιτίσιος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
οικέτης — οἰκέτης, ὁ, θηλ. οἰκέτις και οἰκέτισσα (ΑΜ, Α και οἰκότης) μσν. μτφ. ο άγιος ως υπηρέτης τής εκκλησίας αρχ. 1. δούλος που έμενε και υπηρετούσε στο σπίτι στο οποίο συχνά είχε γεννηθεί και ανατραφεί 2. (ποιητ. και ως επίθ.) σπιτικός («ἐν θεοῡ… … Dictionary of Greek
οικίδιος — οἰκίδιος, ία, ον (Α) 1. οικείος, οικιακός, σπιτικός 2. αυτός που γίνεται στο σπίτι, σε αντιδιαστολή προς τον δημόσιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἶκος + κατάλ. ίδιος (πρβλ. μητρ ίδιος)] … Dictionary of Greek
οικείος — α, ο (ΑΜ οἰκεῑος, α, ον, θηλ. και ος, Α ιων. τ. οἰκήϊος, η, ον) [οίκος] 1. αυτός που ανήκει στον οίκο, στην οικογένεια, οικογενειακός, σπιτικός (α. «λέβης οἰκεῑος», Σοφ. β. «τὰ οἰκεῑα τὰ ἑαυτοῡ» η οικογενειακή, η ιδιωτική περιουσία, το νοικοκυριό … Dictionary of Greek
οικετικός — οἰκετικός, ή, όν (ΑΜ) [οικέτης] 1. αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή αρμόζει στον οικέτη ή στα μέλη τής οικογένειας («τὰς οἰκετικὰς χρείας ἐκτελεῑν», Ιώσ.) 2. αυτός που ανατράφηκε στο σπίτι, οικόσιτος, σπιτικός 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ οἰκετικόν (με… … Dictionary of Greek
οικητήριος — οἰκητήριος, ία, ον (Α) [οικητήρ] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο σπίτι, οικιακός, σπιτικός («σκευάρια οἰκητήρια», Αλκ.) … Dictionary of Greek
οικιακός — ή, ό (Α οἰκιακός, ή, όν) [οικία] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην οικία ή αυτός που γίνεται μέσα στην οικία, ο σπιτικός (α. «οικιακή παραγωγή» η παραγωγή που γίνεται από τα μέλη τής οικογένειας μέσα στο σπίτι β. «οἰκιακὰ σκεύη», πάπ.) νεοελλ. 1 … Dictionary of Greek
σπιτήσιος — α, ο, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο σπίτι, οικιακός («σπιτήσια ζεστασιά») 2. (για εδέσματα) αυτός που κατασκευάζεται στο σπίτι, σπιτικός (α. «σπιτήσιο γλυκό» β. «σπιτήσιο ψωμί»). [ΕΤΥΜΟΛ. < σπίτι + κατάλ. ήσιος (πρβλ. βουν ήσιος)) … Dictionary of Greek
οικείος — α, ο 1. στενός συγγενής, οικογενειακός, σπιτικός άνθρωπος. 2. πολύ γνώριμος, γνωστός, δικός μου, φίλος μου. 3. πληθ. οικείοι στενοί συγγενείς, φίλοι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
οικιακός, -ή — ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην οικία, ο σπιτίσιος, ο σπιτικός: Ζητείται οικιακή βοηθός, υπηρέτρια. 2. ως ουσ., οικιακά, τα οι δουλειές του σπιτιού: Επάγγελμα οικιακά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)